κατασχεδιάζω

κατασχεδιάζω
κατασχεδιάζω (Α)
1. βεβαιώνω με προχειρότητα, απερίσκεπτα κάτι
2. σχεδιάζω, μηχανεύομαι προχείρως, κάτι εναντίον κάποιου
3. (κατά τον Ησύχ.) «κατασχεδιάσω
καταφλυαρήσω, ψεύσομαι».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασχεδιάζω — affirm rashly of pres subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασχεδιάσω — κατασχεδιάζω affirm rashly of aor subj act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of fut ind act 1st sg κατασχεδιάζω affirm rashly of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασχεδιάζειν — κατασχεδιάζω affirm rashly of pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”